- ἐπωμοσία
- ἐπωμ-οσία, ἡ, (ἐπόμνυμι)A = ὑπωμοσία, Sch.Ar.Pl.725.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπωμοσία — ἐπωμοσίᾱ , ἐπωμοσία fem nom/voc/acc dual ἐπωμοσίᾱ , ἐπωμοσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)